σύμμικτος

σύμμικτος
ος , ον см. συμμιγής

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "σύμμικτος" в других словарях:

  • σύμμικτος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύμμικτος — η, ο / σύμμεικτος, ον, ΝΜΑ και σύμμεικτος, η, ο, Ν, και σύμμικτος, ον, και τ. θηλ. συμμεικτη, Α [συμμ(ε)ιγνύω] αναμεμιγμένος, ανάμικτος, μικτός αρχ. 1. ποικίλος, διάφορος 2. σύνθετος 3. φρ. «σύμμεικτον εἶδος» ο Μινώταυρος (Ευρ.). επίρρ...… …   Dictionary of Greek

  • σύμμικτον — σύμμικτος masc/fem acc sg σύμμικτος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμμίκτοις — σύμμικτος masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμμίκτου — σύμμικτος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμμίκτους — σύμμικτος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμμίκτων — σύμμικτος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμμίκτῳ — σύμμικτος masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύμμικτα — σύμμικτος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύμμικτοι — σύμμικτος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξύμμεικτον — σύμμεικτον , σύμμεικτος commingled masc/fem acc sg σύμμεικτον , σύμμεικτος commingled neut nom/voc/acc sg σύμμεικτον , σύμμικτος masc/fem acc sg σύμμεικτον , σύμμικτος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»